- μούσκε(υ)μα
- το промокание, вымокание;
είμαι ( — или γίνομαι) μούσκε(υ)μα — я весь мокрый (от дождя, пота);
§ τακανες μούσκε(υ)μα — ты испортил всё дело
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είμαι ( — или γίνομαι) μούσκε(υ)μα — я весь мокрый (от дождя, пота);
§ τακανες μούσκε(υ)μα — ты испортил всё дело
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… … Dictionary of Greek